χρηστολογία

χρηστολογία
5542 χρηστολογία
{сущ., 1}
приятные или ласковые речи, красноречие (Рим. 16:18).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χρηστολογία" в других словарях:

  • χρηστολογία — χρηστολογίᾱ , χρηστολογία fair speaking fem nom/voc/acc dual χρηστολογίᾱ , χρηστολογία fair speaking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστολογίᾳ — χρηστολογίαι , χρηστολογία fair speaking fem nom/voc pl χρηστολογίᾱͅ , χρηστολογία fair speaking fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστολογία — ἡ, ΜΑ [χρηστολόγος] (με αρνητική σημ.) η χρησιμοποίηση ωραίων λόγων με σκοπό την εξαπάτηση αρχ. (με θετ. σημ.) το να λέει κανείς χρηστά λόγια …   Dictionary of Greek

  • χρηστολογίας — χρηστολογίᾱς , χρηστολογία fair speaking fem acc pl χρηστολογίᾱς , χρηστολογία fair speaking fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστολογίαν — χρηστολογίᾱν , χρηστολογία fair speaking fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστολογίαις — χρηστολογία fair speaking fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • χρηστολογικός — ή, όν, Μ [χρηστολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρηστολόγο ή στην χρηστολογία. επίρρ... χρηστολογικῶς Μ με χρηστή λεκτική έκφραση …   Dictionary of Greek

  • ՔԱՂՑՐԱԲԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0973 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c, 12c ա. χρηστολογία suavis sermo, blandiloquentia. Բան քաղցր՝ ամոքիչ ʼի բարին, կամ հրապուրիչ ʼի չար անդր. անուշ խօսք, անուշ լեզու. *ունիցիք բանս քաղցրունս ... քաղցրաբանութեամբն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»